αναθεσις

αναθεσις
    ἀνάθεσις
    ἀνά-θεσις
    -εως ἥ культ. возложение, принесение в дар, посвящение
    

(τρίποδος Lys.; ἀσπίδων εἰς Δελφούς Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναθεσις" в других словарях:

  • ἀνάθεσις — setting up in public fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέσει — ἀνάθεσις setting up in public fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναθέσεϊ , ἀνάθεσις setting up in public fem dat sg (epic) ἀνάθεσις setting up in public fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέσεις — ἀνάθεσις setting up in public fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάθεσις setting up in public fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέσεσι — ἀνάθεσις setting up in public fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέσεσιν — ἀνάθεσις setting up in public fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάθεσιν — ἀνάθεσις setting up in public fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθεση — η (Α ἀνάθεσις) [ἀνατίθημι] νεοελλ. το να αφήνει κανείς σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφόρτιση, εντολή για εκτέλεση μιας πράξης αρχ. προσφορά αναθήματος, αφιέρωση αναθήματος σε ναό …   Dictionary of Greek

  • ανατίθημι — (AM ἀνατίθημι) Ι. ενεργ. 1. προσάπτω, αναφέρω, αποδίδω σε κάποιον κάτι 2. αφήνω, εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι 3. τοποθετώ ή ανεγείρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω 4. αναβάλλω, κρατώ μακριά II. (μέσ., εμαι) 1. τοποθετώ, βάζω επάνω 2. εκθέτω, διηγούμαι …   Dictionary of Greek

  • ՎԵՐԱԴՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0804 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 12c գ. ὐπέρθεσις sublimis gradus. Բարձրութիւն. վերին աստիճան. եւ Յաւելուած, եւ այլն. *Զօրութեանց երկնից զստորակացութիւնս եւ զվերադրութիւնս: Ոչ ծործորք դժուարաց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀναθέσεως — ἀναθέσεω̆ς , ἀνάθεσις setting up in public fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»